- ερμηνευτικός
- -ή, -ό (AM ἑρμηνευτικός, -ή, -όν)[ερμηνευτής]1. αυτός που ερμηνεύει ο αρμόδιος για ερμηνεία («ερμηνευτικά σχόλια»)2. φρ. «ερμηνευτική δύναμη» — η δύναμη εκφράσεως, το δώρο, το τάλαντο τού ύφους3. το θηλ. ως ουσ. ερμηνευτικήένας από τους κλάδους τής φιλολογικής επιστήμης που ασχολείται με την ερμηνεία τών φιλολογικών κειμένων.επίρρ...ερμηνευτικώς και -άμε ερμηνεία, διασαφητικά.
Dictionary of Greek. 2013.